- συμμανθάνω
- συμμανθάνωlearn along withpres subj act 1st sgσυμμανθάνωlearn along withpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμανθάνω — Α [μανθάνω] 1. μαθαίνω κάτι από κοινού με άλλον, μετέχω στη μάθηση ή στην απόκτηση γνώσης 2. συνηθίζω σε κάτι … Dictionary of Greek
συνεμάνθανον — συμμανθάνω learn along with imperf ind act 3rd pl συμμανθάνω learn along with imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμαθών — συμμανθάνω learn along with aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαθεῖν — συμμανθάνω learn along with aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαθόντες — συμμανθάνω learn along with aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαθόντι — συμμανθάνω learn along with aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαθών — συμμανθάνω learn along with aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
συμμαθητιώ — άω, Α εφετ. τού συμμανθάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμαθητής + κατάλ. ιάω / ιῶ (πρβλ. στρατηγ ιάω/ ιῶ)] … Dictionary of Greek